- εὐπένθερε
- εὐπένθεροςwith a good father-in-lawmasc/fem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευπένθερος — εὐπένθερος, ον (Α) (για γαμπρό) αυτός που έχει καλό, ευγενή, γενναιόδωρο πεθερό («ευπένθερε γαμβρέ», Θεόκρ.) … Dictionary of Greek